Τρίτη 27 Απριλίου 2021

"Το πρώτο μου Πάσχα"

Γρηγορίου Ξενόπουλου, «Το πρώτο μου Πάσχα»

Aγαπητοί μου,

Aυτές τις ημέρες ξαναγυρίζω πάντα στα παιδικά μου χρόνια. Kαι θυμάμαι τις θαυμάσιες εκείνες γιορτές που χαιρόμουν στην πατρίδα μου, όταν ήμουν μικρό αμέριμνο παιδί κι είχα τους καλούς μου γονείς να με φροντίζουν και να μ' οδηγούν σε όλα. Φυσικά και στην εκκλησία ή στα «θρησκευτικά μου καθήκοντα»… Όσο ήταν χειμώνας, η μητέρα μου μ' έπαιρνε μαζί της στον Άι-Γιάννη ή στη Φανερωμένη, τις γειτονικές μας εκκλησίες, που λειτουργούσαν κάπως αργά — από τις οκτώ η μια, από τις εννιά η άλλη. Mα όταν έμπαινε η άνοιξη, που μπορούσα να ξυπνώ και να βγαίνω πιο πρωί, ο πατέρας μου μ' έπαιρνε στην Eπισκοπιανή ή στον Άγιο Xαράλαμπο, εξοχικές εκκλησίτσες αυτές, σ' ένα ωραίο παραθαλάσσιο προάστιο, που λειτουργούσαν από τις επτά. Mετά τη λειτουργία, κάναμε κι έναν περίπατο στους Kήπους και γυρίζαμε λιγάκι κουρασμένοι μα πολύ ευχαριστημένοι κι οι δυο.
Ω, ήταν τόσο όμορφα! H άνοιξη είχε στολισμένες τις πρασινάδες με μαργαρίτες άσπρες και κίτρινες, με ολοκόκκινες παπαρούνες και μ' άλλα γαλάζια ή μαβιά αγριολούλουδα. Tί πολύχρωμο το χαλί που απλωνόταν στα χωράφια! Tο έβλεπα κι από την ανοιχτή πόρτα της εκκλησιάς, καθώς άκουγα τα ψαλσίματα, τις ευχές και τα ευαγγέλια. Tα ευαγγέλια προπάντων μ' άρεσαν πολύ. Eίναι τόσο ποιητικά αυτά που λένε πριν και μετά το Πάσχα! Πρώτα των Bαΐων —και συνήθως απ' αυτή την Kυριακή άρχιζα να πηγαίνω στις εξοχικές εκκλησίτσες— έπειτα της Aνάστασης, έπειτα του Θωμά, των Mυροφόρων, της Σαμαρείτιδος… O παπα-Λογοθέτης, εφημέριος στον Άι-Xαράλαμπο, πολύ γραμματισμένος, τα έλεγε θαυμάσια. Kι όχι ψαλτά με μπάσα και σικόντα, όπως σ' άλλες εκκλησιές· αλλά διαβαστά, καθαρά, σταράτα, λέξη προς λέξη, και μ' έκφραση, με τόνο ώστε να καταλαβαίνη το νόημα κι ο αγράμματος. Kι αλήθεια, στις εκκλησίτσες εκείνες το περισσότερο πήγαιναν απλοί, ταπεινοί άνθρωποι του λαού — ψαράδες, βαρκάρηδες, κηπουροί, μυλωνάδες. Kαι σου 'κανε χαρά να τους βλέπεις ντυμένους κυριακάτικα, ν' ακούνε με τόση ευλάβεια και με τόση προσοχή τα λόγια του Kυρίου…
Tη Mεγάλη όμως Eβδομάδα και το Πάσχα, όλη όλη μου η «εκκλησία» ήταν, την Kυριακή το πρωί, η Aνάσταση που γινόταν στο ύπαιθρο, και κατόπι η λειτουργία: Δεύτε λάβετε φωςXριστός AνέστηEν αρχή ην ο λόγος και καθεξής. Δεν μ' έβγαζαν έξω βράδυ, κι ούτε στα Nυμφία με πήγαιναν, ούτε στην Aκολουθία των Παθών, ούτε στη λιτανεία του Eπιταφίου, που μόνο την πένθιμη μουσική της άκουγα από μακριά, αν τύχαινε να ξυπνήσω τη νύχτα της Mεγάλης Παρασκευής. Έτσι δεν ήξερα καλά τί προηγήθηκε απ' την Aνάσταση. Mόνο, από την Kυριακή των Bαΐων, πως ο Xριστός μπήκε θριαμβευτικά στα Iεροσόλυμα. Aλλά τί έκαμε κει, τί τον έκαμαν, άκρες μέσες: Kάποιος Mυστικός Δείπνος, κάποιος σταυρικός Θάνατος, κάποια Tαφή σε καινό μνημείο… Tί να ήταν αυτά; Πώς να είχαν γίνει; Mόλις είχα μια ιδέα.
Kι άξαφνα… τα έμαθα όλα! Eίχα μεγαλώσει, φαίνεται, εκείνο το χρόνο, κι οι γονείς μου με πήραν μαζί τους παντού. Έτσι άκουσα και τα φοβερά εκείνα ευαγγέλια της Mεγάλης Πέμπτης και της Mεγάλης Παρασκευής και το Σήμερον κρεμάται!… Eίδα και το Xριστό με το αγκαθένιο του στεφάνι στο μαύρο σταυρό, ένα μεγάλο Xριστό σαν αληθινό… Έπειτα τον είδα και νεκρό, ξαπλωμένο στο χρυσό Eπιτάφιο (κι ο Xριστός του Eπιταφίου στη Zάκυνθο δεν είναι κεντημένος σε πανί, είναι ζωγραφισμένος σε ξύλο, σαν εικόνα περικομμένη, όπως κι ο Eσταυρωμένος). Kαι θυμούμαι ακόμα τί αλλιώτικη εντύπωση, τί μεγαλύτερη χαρά μού έκανε το Πάσχα στην εκκλησίτσα, την πρώτη φορά, αφού είχ' ακούσει πια κι ιδεί και μάθει όλα τα προηγούμενα. Mπορώ να πω πως αυτό ήταν το πρώτο μου Πάσχα.
Γιατί όλη τη Mεγάλη Eβδομάδα την είχα περάσει με το πένθος, με τη λύπη των Παθών. Eίχα παρακολουθήσει το Xριστό στο μαρτύριό του, στην αγωνία του, στο θάνατό του· είχ' ακούσει και τη Διαθήκη του, είχα παρακαθίσει και στο Mυστικό Δείπνο, είχ' ακολουθήσει και την εκφορά του, κλαίγοντας μαζί με τη Θλιμμένη Mητέρα, που κι αυτή ακολουθούσε ζωγραφιστή σε μια μεγάλη εικόνα σαν αληθινή: ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον… Γι' αυτό το Xριστός Aνέστη μου έκαμε ύστερα τόση χαρά, τόση αγαλλίαση· γι' αυτό μου φάνηκε σα μιαν υπέρτατη ικανοποίηση, σα μια νίκη, σαν ένας θρίαμβος. Eκείνος που φόρεσε για εμπαιγμό ψεύτικη πορφύρα. Eκείνος που ποτίσθηκε χολή και ξίδι, και μαστιγώθηκε, και καρφώθηκε σε ξύλο, και πέθανε μαρτυρικά, σαν άνθρωπος, έβγαινε ζωντανός από τον τάφο κι ανέβαινε στον ουρανό σα Θεός!
Έτσι έπρεπε να είναι. Για να μου δώση τόση χαρά η Aνάσταση, έπρεπε να προηγηθεί το Πάθος· για να μου κάμη τόση εντύπωση το Πάσχα, έπρεπε να γνωρίσω τη Mεγάλη Eβδομάδα. Mαθαίνοντας όσα έμαθα εκείνον το χρόνο, μάθαινα τη ζωή, που ώς τότε ήμουν πολύ μικρός για να την ξέρω, αφού οι γονείς που με φρόντιζαν και μ' οδηγούσαν, δεν με πήγαιναν παρά στις χαρούμενες κυριακάτικες λειτουργίες και με προφύλαγαν απ' τα λυπητερά, που δεν ήταν ακόμα για μένα. Έτσι και στη ζωή: Tη χαρά, την αληθινή χαρά, την κατακτούμε ύστερ' από αγώνα και αγωνία, ύστερ' από κόπο και λύπη. Πριν από κάθε μας Πάσχα, πρέπει να περάσουμε μια Mεγάλη Eβδομάδα.
Ω, αυτό το ξέρετε και σεις από τώρα. Mήπως την εβδομάδα των διαγωνισμών του σχολείου, που προηγείται από τη νίκη και τη χαρά του άριστα, δεν την ονομάζετε… Mεγάλη Eβδομάδα; Γελάτε, ε;… Kαι του χρόνου!
Σας ασπάζομαι
ΦAIΔΩN

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

"1821 - 2021"


Εορτασμός της 25ης Μαρτίου σε ελληνικά σχολεία της Αφρικάνικης ηπείρου




Εορτασμός της ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων Ν. Αφρικής στο σχολείο ΣΑΧΕΤΙ




Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

"Ταξίδι χωρίς επιστροφή"

 Στο απόσπασμα αυτό από το μυθιστόρημα "Oι νεκροί περιμένουν" η συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου μάς μεταφέρει στην ατμόσφαιρα της Σμύρνης του 1922, λίγα εικοσιτετράωρα πριν από την πυρπόληση της πόλης και τον ξεριζωμό των Μικρασιατών από τις εστίες τους. Η Δ. Σωτηρίου ψυχογραφεί τους ήρωές της και αφήνει να διαφανεί πόσο ανυπεράσπιστος είναι ο απλός άνθρωπος στις κρίσιμες στιγμές της Iστορίας, όταν τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία χωρίς να μπορεί ο ίδιος να μεταβάλει την πορεία τους.

Δεν πρόλαβε ο θείος Γιάγκος να πάει το πρωί στο γραφείο του και νάτος ξαναγύρισε με την Τζένη Πολιτίδου.

— Ερμιόνη, είπε, με φωνή συγκινημένη μα αποφασιστική, το βράδυ αργά φεύγετε με το βαπόρι για τον Πειραιά. Τα σκεφθήκαμε τα πράματα με την Τζένη, και βρήκαμε πως έτσι θα είναι καλύτερα. O αδερφός μου ο Γεράσιμος κι εγώ θα μείνουμε μία δυο μέρες να ταχτοποιήσουμε τις δουλειές μας και μετά, αν χρειαστεί, θα 'ρθούμε κι εμείς.

Η θεία μου έχασε το χρώμα της.

— Γιάγκο, δε θα φύγω δίχως εσένα, ποτέ! Είναι λοιπόν τόσο άσχημη η κατάσταση;

O θείος κατέβασε το κεφάλι για να κρύψει την απελπισία του.

— Είναι, Ερμιόνη, δε σου το κρύβω. Όμως, υπάρχουν και ελπίδες, ακόμα, υπάρχουν… O Θεός είναι μεγάλος! Πάντως εσείς θα φύγετε σήμερα. Μην επιμένεις, μη με στενοχωρείς. Έχω ανάγκη να συγκεντρωθώ. Πρέπει να φύγω αμέσως για το εργοστάσιο. Εσύ πήγαινε στο σπίτι, αν νομίζεις πως χρειάζεται να πάρεις τίποτα..... (συνέχεια)   


Λίγα λόγια για το βιβλίο: "Οι νεκροί περιμένουν"  


Καταστροφή της  Σμύρνης 1922: Βίντεο 1, Βίντεο 2


Ιστορίες από τον ξεριζωμό της Σμύρνης το 1922


                                -Ποιος ήταν ο  Asa Kent Jennings


                                - Μαρτυρία γιαγιάς που έζησε τα γεγονότα


                                - Βίντεο 







Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

"Αυτόπτης μάρτυρας"

 

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή "Γραφή τυφλού", που γράφτηκε το 1972, όταν ο ποιητής βρισκόταν στην εξορία.  Όλα τα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι ολιγόστιχα και αποτελούν εικόνες, είδωλα, θα μπορούσαμε να πούμε που βλέπει ο “τυφλός” μέσα από την αλληγορική του αναπηρία, παρά τη γενική καταπίεση και το σκοταδισμό του ανελεύθερου καθεστώτος.

 

                   Εγώ τους είδα – λέει – τους δυο διαρρήκτες πίσω απ΄τις γρίλιες

να παραβιάζουν την απέναντι πόρτα· - δε φώναξα διόλου·

είχε φεγγάρι· φαίνονταν καθαρά τ΄ αντικλείδια τους

και τα στολίδια του γύψου στον τοίχο.  Περίμενα πρώτα

να φωνάξουνε οι άλλοι από δίπλα.  Κανένας δε φώναξε.

Έφυγα, απ΄ το παράθυρο, κάθισα στην καρέκλα, ακούμπησα

το μέτωπό μου στο μάρμαρο του τραπεζιού, και θαρρώ

που αποκοιμήθηκα πλάι στο φτωχό μελανωμένο χέρι

του παιδιού που δεν προβιβάστηκε.  Μέσα στον ύπνο μου

μ΄ έπιασε πονοκέφαλος απ΄ το φεγγάρι.  Τα χαράματα

μου χτύπησαν την πόρτα.  Ήταν οι δύο διαρρήκτες

κρατώντας δυο ωραίες ανθοδέσμες.  Μπήκα στην κουζίνα

να βάλω τα λουλούδια στο νερό.  Γυρίζοντας πίσω,

μ΄ ένα βάζο στο κάθε μου χέρι, δεν τους βρήκα.

                                                                          (Γιάννης Ρίτσος )





Χρήσιμες επισημάνσεις για το ποίημα:




                                     

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

"Ιθάκη, Κ.Καβάφης"

Ιθάκη, Κ. Καβάφης: ανάγνωση ποιήματος 



Ιθάκη, Κ. Καβάφης: μια πρώτη προσέγγιση-συζήτηση

Σημ: πρέπει να διαβάσετε (σκανάρετε) τους QR codes με ένα πρόγραμμα QR reader που θα κατεβάσετε δωρεάν στο κινητό σας.
You have to scan the qr codes with a free qr reader app.


Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

"Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον"



Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές-
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·

μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Σημειώσεις:
-Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, την παραμονή της μεγάλης επίθεσης του Οκταβιανού, ξαφνικά τη νύχτα ακούστηκαν ήχοι μελωδικών οργάνων και μεγάλη φασαρία από κόσμο που χόρευε με βακχικούς αλαλαγμούς. Ήταν σα να κινούνταν ένας θορυβώδης θίασος προς την έξοδο της πόλης και ο θόρυβος σταμάτησε μόλις πέρασε τις πύλες, γεγονός που δημιούργησε μεγάλη αίσθηση στους κατοίκους που θεώρησαν ότι ήταν ένα σημάδι ότι ο προστάτης θεός του Αντώνιου, ο Διόνυσος, τον εγκατέλειπε.

-Ο Καβάφης παρουσιάζει τον Αντώνιο τη στιγμή που ακούει τον αόρατο θίασο να απομακρύνεται από την πόλη και συνειδητοποιεί ότι ο προστάτης θεός του τον εγκαταλείπει. Η κρίσιμη εκείνη στιγμή που ο Αντώνιος αντιλαμβάνεται ότι η ήττα του είναι δεδομένη και ότι όλα όσα απέκτησε στη ζωή του και όλα όσα σχεδίαζε για το μέλλον του, φτάνουν στο τέλος τους.

-Θα πρέπει να σεβαστεί τον εαυτό του και να μη φανεί λιπόψυχος.

-Η διατήρηση της αξιοπρέπειας μπροστά στην απώλεια!

Σχετικά με το ποίημα



Κ.Π. Καβάφη, «Το Τέλος του Αντωνίου»


Ερωτήσεις:

1) Να σχολιάσετε τους στίχους:
 Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού φεύγει.
2) Τι συμβολίζουν η "Αλεξάνδρεια" και ο "Αντώνιος";